- ὑπεσπανισμένους
- ὑποσπανίζομαιto be scantperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσπανίζω — Α [σπανίζω] (συν. το παθ.) ὑποσπανίζομαι α) έχω έλλειψη («Θεσσαλῶν πόλεις ύπεσπανισμένους βορᾱς», Αισχύλ.) β) (για πράγμα) μένω ελλιπής … Dictionary of Greek